κρουπιέρης

κρουπιέρης
ο
(λ. γαλλ.), υπάλληλος χαρτοπαικτικής λέσχης, που μοιράζει τα κέρδη στους παίκτες και μαζεύει τα κέρδη του μπάγκου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρουπιέρης — και κρουπιέ, ο υπάλληλος χαρτοπαικτικής λέσχης που επιβλέπει το ποντάρισμα τών παικτών, μοιράζει τα κέρδη στους παίκτες και συγκεντρώνει τα χρήματα τού πάγκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. croupier < γαλλ. croupe «νώτα, οπίσθια ίππου»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”